- παραφέρομαι
- παραφέρομαι, παραφέρθηκα βλ. πίν. 218
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
άκρο — το (Α ἄκρον) 1. το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο σημείο ενός πράγματος ή τόπου, η άκρη 2. μτφ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώτατος βαθμός, το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. υπερβολή, ακρότητα νεοελλ. 1. στον πληθ. τα άκρα* (άνω και κάτω), τα ακραία μέλη … Dictionary of Greek
αφαρπάζω — (AM ἀφαρπάζω) αρπάζω κάτι βίαια νεοελλ. ( ομαι) είμαι ευέξαπτος, παραφέρομαι μσν. 1. απάγω γυναίκα 2. (για το βλέμμα) απομακρύνω αρχ. 1. κλέβω 2. αρπάζω κάτι με προθυμία και αποφασιστικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο) + αρπάζω] … Dictionary of Greek
αφηνιάζω — (AM ἀφηνιάζω) [ηνία] (για τα υποζύγια, και κυρίως τα άλογα) δεν συγκρατούμαι από τα ηνία, αρνούμαι να υπακούσω στον αναβάτη αρχ. μσν. εξεγείρομαι, στασιάζω νεοελλ. (για ανθρώπους) 1. παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, αντιδρώ βίαια και παράλογα 2.… … Dictionary of Greek
εκμαίνω — (AM ἐκμαίνω) παραφέρομαι, μέ πιάνει μανία αρχ. 1. διεγείρω, προκαλώ μεγάλο πάθος 2. διώχνω κάποιον με μανία 3. μέσ. έχω μανία εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
εκσπώ — ( άω) και ξεσπώ (AM ἐκσπῶ) νεοελλ. 1. εκδηλώνομαι βίαια, απότομα, ξεσπώ, εκρήγνυμαι («ξέσπασε σε δάκρυα, σε φωνές, σε βρισιές κ.λπ.») 2. εκδηλώνομαι ξαφνικά, απροσδόκητα («ξέσπασε ο πόλεμος, η βροχή κ.λπ.») 3. χάνω την αυτοκυριαρχία μου,… … Dictionary of Greek
εκτραχηλίζω — και ξετραχηλίζω (AM ἐκτραχηλίζω) μσν. νεοελλ. μέσ. παραφέρομαι, παρασύρομαι μσν. μέσ. γυμνώνω τον τράχηλο ή το στήθος αρχ. 1. (για άλογο) ρίχνω τον αναβάτη πάνω από το κεφάλι μου 2. γεν. σπάω τον λαιμό κάποιου 3. ανατρέπω 4. μτφ. καταστρέφω,… … Dictionary of Greek
εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… … Dictionary of Greek
εκχύνω — και εκχέω (AM ἐκχέω) 1. χύνω προς τα έξω, χύνω («τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας») 2. μέσ. εκχύνομαι α) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαι β) εκρέω, αναβλύζω γ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαι αρχ. 1. δίνω,… … Dictionary of Greek
εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… … Dictionary of Greek
μανιάζω — (Μ μανιάζω [μανία] 1. κατέχομαι από μανία, παραφέρομαι, οργίζομαι, παραλογιάζω 2. (για τα στοιχεία τής φύσης) μαίνομαι, αγριεύω, είμαι ή γίνομαι ορμητικός («μάνιασε ο αέρας») … Dictionary of Greek